- κεφάλιον
- κεφᾰλ-ιον, τό, Dim. of κεφαλή, ἵππου κ., as an ornament, IG22.1466.13, cf. Dsc.4.148, Sor.1.119, al., Plu. 2.641b; κ. γλυκύ, of a person, Sammelb.5807.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφάλιον — κεφάλιον, τὸ (Α) βλ. κεφάλι … Dictionary of Greek
κεφάλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφάλιον — Κεφαλίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίοις — κεφάλιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίου — κεφάλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίων — κεφάλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίῳ — κεφάλιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλια — κεφάλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλιον — κυνοκεφάλιον, τὸ (Α) 1. το φυτό αντίρρινο 2. το φυτό φύλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κεφάλιον (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
προσεπαίρω — Α [ἐπαίρω, ομαι] 1. σηκώνω, ανυψώνω επί πλέον («προσεπαίρειν κεφάλιον», Σωρ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω πάρα πολύ, δίνω πολύ θάρρος 3. παθ. προσεπαίρομαι μτφ. υπερηφανεύομαι ακόμη πιο πολύ, γίνομαι ακόμη περισσότερο αλαζονικός («προσεπήρθη ὑπὸ τῆς… … Dictionary of Greek
ԹԱԿԱՂԱՂ — (ի, աց.) NBH 1 0793 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c գ. ԹԱԿԱՂԱՂ գրի եւ ԹԱԿԱՂԱԿ. κεφαλίδιον, κεφάλιον, κεφαλίς capitulum, capitellum Գլուխ սեան. վերնախարիսխ. խոյակ. (իբրու թագ, թաքքեա. կամ թակ ʼի վերայ գլխոյ սեան). *Սիւն մի հրեղէն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)